Κυριακή 21 Μαρτίου 2010

‘Μιλώ στους νέους’

Ο ‘μούλος’ γιός της καλογριάς ο Αρβανίτης Γιώργης Καραϊσκάκης ήταν αθυρόστομος χειρότερος και από εμένα. Αγωνίστηκε για μια ιδανική μάνα-πατρίδα που δεν θάταν σαν την μάνα-πόρνη μοίρα του. Απορρίπτοντας τη φυσική μάνα, γέννησε στο κενό της ψυχής του την ανάγκη της δημιουργίας , της ιδανικής μάνας-πατρίδας , εκείνης που θα ήταν στοργική και προστατευτική για όλα τα παιδιά της . Αυτό τον έκανε να έχει ΄μπέσα’ ,υπευθυνότητα , τσίπα . Αναλάμβανε τις ευθύνες του, απεχθανόταν την ευθυνοφοβία.

Μιλώ στους νέους για τον Καραϊσκάκη και ο νους τους ταξιδεύει στον Ολυμπιακό . Τους προτείνω μια διαδρομή δύσκολη αλλά μου λεν ότι δίπλα τους κυριαρχεί ο εύκολος δρόμος των λαμογιών του σήμερα.

Μιλώ για πατριωτισμό , για ήρωες και μου μιλούν για νταβατζήδες και υπεράκτιες αφορολόγητες εταιρείες των απογόνων τους.

Μιλώ για ανθρώπους που έδωσαν την περιουσία τους για τον αγώνα του 1821 και μου μιλούν για αναξιοκρατία και αναξιοπαθούσα πολιτική σκηνή.

Μιλώ για τον Νικηταρά που τυφλωμένος , πάμπτωχος και εγκαταλειμμένος μετά την απελευθέρωση της πατρίδας , τριγυρνούσε στα στενά σοκάκια του Πειραιά και όταν οι γύρω του τον παρακινούσαν να απαιτήσει από την κυβέρνηση μια πλούσια σύνταξη, απαντούσε: ‘ Η πατρίδα με αμείβει πολύ καλά.’ λέγοντας ψέματα , για να μην προσβάλει την πατρίδα του , και εκείνοι με περιγελούν μιλώντας για αμύθητο πλουτισμό των ολίγων.

Μιλώ για τον Σπετσιώτη Ματρόζο που σκυφτός και μόνος περνούσε στο νησί τα μαύρα γηρατειά αφού ξόδεψε ολάκερη την περιουσία του για την σωτηρία της ψυχής του και μου μιλούν για αναξιοκρατία αφού τοποθετούν τον γνωστό στη θέση για να πάρουν το ψηφαλάκι αύριο στις εκλογές .

Μιλώ στους νέους για τις φωτεινές σελίδες , για καλύτερες μέρες στο τόπο μας και μου απαντούν πως τα φωτεινά μυαλά εγκαταλείπουν τα πάτρια εδάφη για να αποφύγουν τον εργασιακό μεσαίωνα που υφίστανται στην Ελλάδα.

Μιλώ στους νέους για τα τηλεοπτικά σκουπίδια και μου απαντούν , μουχλιάζετε στο παιγνίδι της ευκολίας και της προσωπικής επιτυχίας.

Μιλώ για τον Μακρυγιάννη , για την μόρφωσή του στα πενήντα , για το δρόμο της παιδείας και μου απάντησαν:
΄Νοιώθουμε ξένοι στο τόπο μας , το γενετικό υλικό μας δεν μπήκε σε τράπεζα σπέρματος αλλά τροποποιήθηκε στα κολέγια μιας άλλης Ηπείρου , μη μιλάς λοιπόν άλλο . Πάψαμε να γελάμε , σταματήσαμε να ντρεπόμαστε …θέλουμε να ζήσουμε. Γιατί αυτοί που ξέρουν δεν μιλούν κι’ όσοι μιλούν δεν ξέρουν τίποτε για μας.