Πέμπτη 14 Ιανουαρίου 2010

“Η κληρονομιά”

Είσαι περήφανος. Έχεις τα πάντα . Δουλειές-σπίτια-οικόπεδα-αυτοκίνητα-υγεία-μετοχές-ομόλογα και γυναίκα και παιδί. Στο περίγυρό σου τα επιδεικνύεις όλα με εγωκεντρισμό . Ψάχνω τους φίλους σου .
Άνθρωπε σε φοβάμαι.
Στους συναδέλφους σου δε μιλάς, τους κοιτάς περίεργα, είναι αυτό που λένε τους σνομπάρεις, ιδίως αυτούς που έχουν δάνεια, διότι εσύ δεν χρειάστηκες από δαύτα, άρα είσαι το κάτι άλλο δεν τους μοιάζεις.
Σε συναντώ στο περίπτερο για εφημερίδα μια Κυριακή πρωί.
Μου λες: «Η μάνα μου έπαθε εγκεφαλικό, είναι στο νοσοκομείο»
«Πότε φεύγεις;» σε ρωτώ.
«Δε θα πάω, περιμένω μήπως πεθάνει για να μη πηγαίνω δύο φορές»
Άνθρωπε με τρομάζεις.
Η κόρη σου περνά στο επαρχιακό πανεπιστήμιο. «Θα τη φέρω στην Αθήνα» λες
«Οι μάγκες παίρνουν μεταγραφή» Άνθρωπε με προβληματίζεις.
Πουλάς το σπιτάκι της μάνας, που ευτυχώς την έθαψες με τη μία, δεν χρειάστηκε να πάς δύο φορές, και αγοράζεις νέα οικόπεδα, που τα γράφεις στο παιδί, ένα το έχεις, όλα είναι κληρονομιά του.
Σε ξέρω εξ ανάγκης, δεκαπέντε χρόνια τώρα αλλά εξακολουθώ να μη σε γνωρίζω, όμως αντιλαμβάνομαι, κρύβεις ,κρύβεσαι. Ντροπή; Ενοχή; Δεν ξέρω….
Η ντροπή και η ενοχή λειτουργούν κατά κανόνα ταυτόχρονα για να περιορίζουν τις ανήθικες πράξεις.
Όσο η πυκνότητα των ανθρώπων στο πλανήτη αυξάνεται, τόσο σκουντιόμαστε όλο και περισσότερο αλλά αλαργεύουμε και δε συναπαντιόμαστε.
Να όμως που συναπαντηθήκαμε σε κείνη τη μικρή επαρχιακή πόλη, όταν ο δήμαρχος του τόπου μου σύστησε δύο νέες κοπέλες συνεργάτιδες στο δήμο. Οι κουβέντες , ο κόσμος, οι άνθρωποι, οι αισθήσεις….γνώρισα τις δίδυμες κόρες σου από τον προηγούμενο γάμο σου.
Αφού ξεπεράστηκε το πρώτο «σοκ» και αποφεύγοντας ανούσιες κουβέντες …κατάλαβα. Η απόλυτη εγκατάλειψη. Άνθρωπε σε λυπάμαι.
«Δε νοιώθουμε τίποτα» ούτε μίσος, ούτε λύπη, ούτε συμπόνια….το απόλυτο τίποτα.
«Ξέρετε από το επίθετο απαλλαχτήκαμε αλλά να…….. φοβόμαστε»
«Φοβόμαστε μήπως έχουμε κληρονομήσει κάτι από το DNA εκείνου»
Ποτέ τη λέξη πατέρας. Άνθρωπε σε γνώρισα… σε γνώρισα καλά.